Σεβασμίου

Σεβασμίου
Σεβάσμιος
reverend
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • DOMINA Nostra — Δέςπαναἡμῶν, Graecis B. Virgo dicitur. Sic Actiones omnes Syndi CP. sub Menna celebratae oriuntur. Post Consulatun, προκαθεζομεν´ου τȏυ δεςπότου ἡμῶν Μεννᾶ, εν τῳ Μεσαύλῳ τῷ δοτικῷ τȏυ σεβασμίου οἴκου τῆς Δεςποίνης ἡμῶν κτλ. Praesidente Domino… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αιδεσιμότητα — η (Μ αἰδεσιμότης) [αἰδέσιμος] η ιδιότητα τού σεβάσμιου (ως προσαγόρευση και τίτλος έγγαμου ιερέα) («ό,τι πει η αιδεσιμότης σου», «η αιδεσιμότητά του ξέρει») …   Dictionary of Greek

  • γηραιός — ά και ή, ό (AM γηραιός, ά, όν, Α και γεραιός) γέρος, ηλικιωμένος (λέγεται και για σεβαστούς γέροντες). [ΕΤΥΜΟΛ. < γήρας. Ο τονισμός πιθανώς αναλογικά προς το παλαιός. Η λ. γηραιός αποτελεί παράλληλο τ. τού γεραιός, από το οποίο διαφέρει κατά… …   Dictionary of Greek

  • πολιοφανής — ές, Μ αυτός που έχει όψη σεβάσμιου γέροντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «αυτός που έχει λευκές τρίχες, σεβάσμιος λόγω ηλικίας» + φανής (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. λαμπρο φανής] …   Dictionary of Greek

  • σεβασμιότητα — η / σεβασμιότης, ητος, ΝΜΑ [σεβάσμιος] 1. η ιδιότητα τού σεβάσμιου 2. ιερότητα, αγιοσύνη νεοελλ. μσν. (στον λόγιο τ. σεβασμιότης) τίτλος και προσφώνηση επισκόπου («η Αυτού Σεβασμιότης ο Μητροπολίτης Κορινθίας») …   Dictionary of Greek

  • Βενδότης, Γεώργιος — (Ζάκυνθος 1757 – Βιέννη 1795). Λόγιος. O Β. ή Βεντότης σπούδασε στην Ιταλία και παρέμεινε αρκετό διάστημα στη Βενετία, όπου εργάστηκε σε ελληνικό τυπογραφείο. Στο τυπογραφείο αυτό τύπωσε και μια μετάφρασή του από τα γαλλικά. Από τη Βενετία πήγε… …   Dictionary of Greek

  • Βλαχέρνες — Όνομα ιδιαίτερα συνηθισμένο και δημοφιλές στους Βυζαντινούς. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως επώνυμο της Παναγίας και παρετυμολογείται πιθανώς από τη φράση βάλε χέρι, που αναφέρεται στην προστασία της Παναγίας. Οι Βυζαντινοί χρονογράφοι μνημονεύουν… …   Dictionary of Greek

  • «ЖИВОНОСНЫЙ ИСТОЧНИК» — [греч. Ζωοδόχου Πηγή; «Живоприемный Источник»], образ Божией Матери. Иконография связана с прославлением целебного источника за городской стеной К поля у Силиврийских ворот, на месте к рого, по преданию, в V в. имп. Лев I основал «Живоносный… …   Православная энциклопедия

  • ИВЕРСКАЯ ИКОНА БОЖИЕЙ МАТЕРИ — (Портаитисса, Вратарница) [греч. Πορταΐτισσα] (празд. 12 февр., во вторник Светлой седмицы обретение, 13 окт. перенесение в Москву в 1648, в нек рых календарях дополнительно 31 марта и 27 апр.), одна из самых чтимых святынь христ. Востока.… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”